- νοσοποιώ
- νοσοποιῶ, -έω (Α) [νοσοποιός]1. προκαλώ νόσο2. μεταδίδω νόσο σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοσοποιῷ — νοσοποιός causing sickness masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek